Dictionary of Greek. 2013.
σκηπτροφορώ — και σκηπτοφορῶ, έω, Α [σκηπτροφόρος] 1. φέρω σκήπτρο, κρατώ σκήπτρο 2. βασιλεύω («σκηπτροφορεῑν γῆς», Μελέαγρ.) … Dictionary of Greek